Στρυμώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρυμοῦς — Στρυμώ fem nom/voc pl Στρυμώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρυμωξίδι — και στριμωξίδι, το, Ν στρυμωξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι)] … Dictionary of Greek
στρυμωξιά — και στριμωξιά, η, Ν στρύμωγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
στρυμωχτός — και στριμωχτός, ή, ό, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. αυτός που έχει στρυμωχτεί, πεπιεσμένος 2. δεκτικός συμπίεσης. επίρρ... στρυμωχτά και στριμωχτά Ν με στρυμωχτό τρόπο, συμπιεστά … Dictionary of Greek
στρυμώχνω — και στρυμώνω και στριμώ (χ)νω και στριμώγνω Ν 1. συμπιέζω, συνωθώ 2. μτφ. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, σε πολύ δύσκολη θέση («μέ στρύμωξε και τού τά πα όλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στρυμώ(χ)νω κατά την πιθανότερη άποψη έχει σχηματιστεί από τον τ. στρύμοξ* … Dictionary of Greek
στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Ησιόνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, σύζυγος του Προμηθέα και μητέρα του Δευκαλίωνα,ήρωα των Λοκρών. 2. Μία από τις Δαναΐδες. Από τον Δία γέννησε τον Ορχομενό,γενάρχη των Μινύων. 3. Σύζυγος του Άτλαντα και μητέρα της… … Dictionary of Greek